κονταρομαχία

κονταρομαχία
Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από το άλογο με δυνατό χτύπημα. Η κ. διεξαγόταν είτε ανάμεσα σε δύο αντιπάλους (οπότε αποτελούσε είδος μονομαχίας με σκοπό την επίδειξη πολεμικής ικανότητας χωρίς καμία εχθρότητα) είτε ανάμεσα σε δύο αντίπαλες ομάδες, η καθεμία εκ των οποίων περιλάμβανε περισσότερους από τριάντα αγωνιστές. Πιθανολογείται ότι η κ. έγινε γνωστή στην Ευρώπη από τους Άραβες που είχαν κατακτήσει την Ισπανία και από εκεί διαδόθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες· ωστόσο, την πατρότητά της διεκδικούν οι Γερμανοί και οι Γάλλοι. Η κ. είχε εισαχθεί και στο Βυζάντιο από τους Φράγκους τον 12o αι. Ο χρονικογράφος Κίναμος, περιγράφοντας την κ., την ονομάζει «αγώνα αυτοξύλων δοράτων». Όλα τα επικά ποιήματα της εποχής του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης παραθέτουν περιγραφές κ., οι πιο ενδιαφέρουσες από τις οποίες ήταν εκείνες που οργάνωναν οι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Αργότερα, οι κ. απέκτησαν χαρακτήρα θεαματικής γιορτής. Διοργανώνονταν κυρίως στη Βενετία και στα βενετοκρατούμενα ελληνικά νησιά και ειδικότερα στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Κ. αναφέρονται και σε ορισμένα νεοελληνικά λογοτεχνικά έργα, όπως στον Ερωτόκριτο, καθώς και στα ερωτικά και επικά μυθιστορήματα. Λεπτομερή περιγραφή κ. παραθέτει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στο μυθιστόρημά του Ο αυθέντης του Μωρέως. Αργότερα η κ. απαγορεύτηκε από τους πάπες και διάφορους βασιλείς, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Μόνο από τα μέσα του 16ου αι., όταν σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Γαλλίας Ερρίκος Β’ στη διάρκεια μιας κ., άρχισε να εγκαταλείπεται το αγώνισμα και αντικαταστάθηκε με εκείνα που καθιέρωσε ο ιππόδρομος.
* * *
η
κονταροχτύπημα, αγώνας με κοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι + -μαχία (< -μαχώ < -μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχία, ξιφομαχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κονταρομαχία — η αγώνισμα μεσαιωνικό μεταξύ οπλισμένων ιππέων, κατά το οποίο νικούσε αυτός που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο με το κοντάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονταροχτυπώ — και κονταροκτυπώ (Μ κονταροκτυπώ και κονταροχτυπῶ, άω) συμπλέκομαι σε κονταρομαχία, αγωνίζομαι σε κονταροχτύπημα, μετέχω σε ιππικό αγώνα με κοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι + κτυπῶ] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β …   Dictionary of Greek

  • κονταροχτυπώ — και κονταροχτυπάω κονταροχτυπιέμαι, συγκρούομαι σε κονταρομαχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονταροχτύπημα — το, ατος το χτύπημα με κοντάρια, η κονταρομαχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”